- εμφορτίζομαι
- ἐμφορτίζομαι (AM)1. δέχομαι, παίρνω ως φορτίο, αναδέχομαι, φορτώνομαι2. υπερπληρώνομαι, υπερφορτώνομαι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐμφορτισάμενος — ἐμφορτίζομαι to be laden aor part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)